- πηλικότης
- πηλικότηςmagnitudefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηλικότης — ητος, ἡ, Α [πηλίκος] 1. μέγεθος 2. ηλικία 3. ο λόγος μιας αναλογίας … Dictionary of Greek
πηλικοτήτων — πηλικότης magnitude fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότησι — πηλικότης magnitude fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότησιν — πηλικότης magnitude fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητα — πηλικότης magnitude fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητας — πηλικότης magnitude fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητες — πηλικότης magnitude fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητι — πηλικότης magnitude fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητος — πηλικότης magnitude fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)